- εννοιακός
- η , όν см. εννοιολογικός;
εννοιακή πλευρά των λέξεων — смысловая сторона слова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εννοιακή πλευρά των λέξεων — смысловая сторона слова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εννοιακός — ἐννοιακός, ή, όν (Μ) [έννοια] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έννοια («ἐννοιακὴ ὀρθότης», Ευστ.) … Dictionary of Greek